Α φύω1. (για την γη) αφήνω να βλαστήσει, βγάζω2. μέσ. ὑποφύομαια) (για δόντι) φυτρώνω για να αντικαταστήσω άλλοβ) αυξάνομαι, μεγαλώνω συνεχώς.