υποφύω

Greek Monolingual

Α φύω
1. (για την γη) αφήνω να βλαστήσει, βγάζω
2. μέσ. ὑποφύομαι
α) (για δόντι) φυτρώνω για να αντικαταστήσω άλλο
β) αυξάνομαι, μεγαλώνω συνεχώς.