υπόλοξος

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ λοξός
1. ο κάπως λοξός, πλάγιος
2. μτφ. ο κάπως ασαφής, απροσδιόριστος.
επίρρ...
ὑπολόξως Α
με πλάγιο τρόπο.