Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υπόπους
Greek Monolingual
-ουν, Α αυτός που έχει κάτω από το σώμα του πόδια («ἅπαν δὲ τὸ ὑπόπουν ἐξ ἀνάγκης ἀρτίους ἔχει τοὺς πόδας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ὑπ(ο)- +πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. πρόπους)].