Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-ον, Α1. ανάμικτος με άμμο2. (για λίμνη ή θάλασσα) αυτός που έχει αμμώδη ακτή ή πυθμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψάμμος «άμμος»].