Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φαγγρί
Greek Monolingual
ή φαγκρί, το, Ν ζωολ.κοινήονομασία τεσσάρων ειδών εδώδιμων περκόμορφων ψαριών του γένους pagrus, συγγενικών με τον σαργό, το λυθρίνι, τη συναγρίδα, την τσιπούρα κ.ά. της οικογένειας σπαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ.< αρχ. φάγρος, μέσω ενός υποκορ. φαγρίον].