Ν1. φθείρομαι από τριβή ή άλλη διαβρωτική ενέργεια2. μαλώνω, καυγαδίζω («φαγώνονται όλη μέρα»)3. (η μτχ. παρακμ.) βλ. φαγωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + ρηματ. κατάλ. -ώνω / -ώνομαι].