φαιδρότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A brightness, brilliance, ὀφθαλμῶν Poll.6.199; λίθων Lib.Or.11.89, cf. 221.
2 metaph., joyousness, Isoc.15.133, Plu.2.595d.
German (Pape)
[Seite 1250] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
doux éclat ; joie, gaîté.
Étymologie: φαιδρός.
Russian (Dvoretsky)
φαιδρότης: ητος ἡ ясность духа, веселое настроение Isocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης, ἀκτινοβολία, ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., εὐθυμία, εὔθυμος διάθεσις, χαρά, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ.
Greek Monotonic
φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότητα, ευθυμία, σε Ισοκρ.
Greek Monolingual
η / φαιδρότης, -ητος, ΝΜΑ φαιδρός
ευθυμία, χαρά, ιλαρότητα
νεοελλ.
συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξη
αρχ.
λάμψη, ακτινοβολία («φαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.).
Middle Liddell
φαιδρότης, ητος, ἡ, [from φαιδρός
brightness: joyousness, Isocr.