φακιάλιον
English (LSJ)
[ᾱλ], τό, (Lat. faciale) face-cloth, turban, towel, Dura4100 (iii A. D.), PTeb.406.18 (iii A. D.), Edict.Diocl.26.99, 114, 29.38, Lyd. Mag.1.32; also written φακιάριον, τό, POxy.114.7 (ii/iii A. D.), etc., and πακιάλιον, φακιόλιον (qq.v.).
Greek Monolingual
το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciale «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»].
Frisk Etymology German
φακιάλιον: {phakiálion}
Forms: auch -ιάριον, -ιόλιον, πακιάλιον
Grammar: n.
Meaning: Gesichtstuch, Kopftuch, Handtuch (sp. Pap. u.a.).
Etymology: Aus lat. faciāle; Einzelheiten bei Georgacas Glotta 36, 187.
Page 2,985