φακιώλιον

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φακιώλιον Medium diacritics: φακιώλιον Low diacritics: φακιώλιον Capitals: ΦΑΚΙΩΛΙΟΝ
Transliteration A: phakiṓlion Transliteration B: phakiōlion Transliteration C: fakiolion Beta Code: fakiw/lion

English (LSJ)

v. φακιόλιον, φακιάλιον (faciale, face-cloth, turban, towel).

Greek Monolingual

το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciale «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»].