πακιάλιον

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πακιάλιον Medium diacritics: πακιάλιον Low diacritics: πακιάλιον Capitals: ΠΑΚΙΑΛΙΟΝ
Transliteration A: pakiálion Transliteration B: pakialion Transliteration C: pakialion Beta Code: pakia/lion

English (LSJ)

τό, = φακιάλιον, Sammelb.7033.45 (v A. D.), PMasp.6 ii 66 (vi A. D.).

Greek Monolingual

το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciale «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»].