ο, Ντεχνολ. στύλος στον οποίο στηρίζεται ή είναι προσαρμοσμένος φανός φωτισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + -στάτης (< θ. στᾰ- του ἵστημι), πρβλ. θερμοστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Α. Μηλιαράκη].