φαραωκτόνος
Greek Monolingual
ὁ, Μ
(κυρίως ως προσωνυμία του Μωϋσέως) αυτός που κατάργησε την εξουσία τών φαραώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαραώ + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.
ὁ, Μ
(κυρίως ως προσωνυμία του Μωϋσέως) αυτός που κατάργησε την εξουσία τών φαραώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαραώ + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.