φαρμακογνωσία

Greek Monolingual

η, Ν
(φαρμ.) η μελέτη τών προϊόντων που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, φυτικής, ζωικής ή χημικής προελεύσεως, στη φυσική τους κατάσταση, στην κατάσταση δρόγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharmacognosie (< φάρμακο + γνώση). Η λ. μαρτυρείται από το 1787 στον Γ. Ζαβίρα].

Translations

ar: علم العقاقير; ast: Farmacognosia; bn: ভেষজ ঔষধবিজ্ঞান; ca: Farmacognòsia; cs: Farmakognozie; da: Farmakognosi; de: Pharmakognosie; el: Φαρμακογνωσία; en: Pharmacognosy; es: Farmacognosia; eu: Farmakognosia; fa: فارماکوگنوزی; fr: Pharmacognosie; hi: भेषज-अभिज्ञान; hr: Farmakognozija; hu: Farmakognózia; id: Farmakognosi; it: Farmacognosia; ja: 生薬学; ko: 생약학; lmo: Farmacognuzìa; mk: Фармакогнозија; nl: Farmacognosie; no: Farmakognosi; oc: Farmacognosia; pl: Farmakognozja; pt: Farmacognosia; ro: Farmacognozie; ru: Фармакогнозия; sh: Farmakognozija; sk: Farmakognózia; sl: Farmakognozija; sr: Фармакогнозија; su: Farmakognosi; sv: Farmakognosi; te: ఔషధశాస్త్రం; th: เภสัชเวท; tr: Farmakognozi; uk: Фармакогнозія; vi: Dược liệu học; zh: 生药学