φελί

Greek Monolingual

και παλ. τ. φελλί, το, Ν
1. πλατύ και επίμηκες τεμάχιο ψωμιού, μεγάλου καρπού ή και αντικειμένου, φέτα
2. σκελίδα μανταρινιού ή πορτοκαλιού
3. ορθογώνιο ή ρομβοειδές τεμάχιο εδέσματος ή γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφέλλι-ον «μικρή μάζα, σφαιρίδιο», με σίγηση του αρκτικού ο-].