παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
η, Ν1. λεπτό και επίμηκες τεμάχιο, ιδίως εδέσματος («μια φέτα ψωμί»)2. φρ. «τυρί φέτα» — είδος μαλακού λευκού τυριού που διατηρείται στην άλμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fetta].