φέτα

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. λεπτό και επίμηκες τεμάχιο, ιδίως εδέσματος («μια φέτα ψωμί»)
2. φρ. «τυρί φέτα» — είδος μαλακού λευκού τυριού που διατηρείται στην άλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fetta].