το, Νάκλ.1. φυγή, φευγάλα2. παραλλαγή παιχνιδιού στο τάβλι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η προστ. φεύγα του ρ. φεύγω ως ουσ. (πρβλ. έμπα, έβγα)].