φθειροποιός
English (LSJ)
φθειροποιόν,
A producing lice, λίνον Plu.2.352e; ἔριον ib.642c, Gp.15.1.5.
II (φθείρ ΙΙΙ) πίτυς φθειροποιός = pine that bears small edible seeds, Pinus brutia, Thphr.HP2.2.6.
III destructive, πνεῦμα δαιμόνιον φθειροποιόν PMasp.1884 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 1270] 1) Läuse machend, erzeugend, ἔριον Plut. Symp. 2, 9. – 2) πίτυς φθειροποιός, eine Fichte, die kleine Zapfen trägt (s. φθείρ 3), Theophr.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui engendre des poux.
Étymologie: φθείρ, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
φθειροποιός: порождающий вшей (ἔριον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φθειροποιός: -όν, ὁ παράγων φθεῖρας, ἔριον φθειροποιὸν Πλούτ. 2. 642C. ΙΙ. πίτυς φθ., φέρουσα μικροὺς κώνους (πρβλ. φθεὶρ ΙΙΙ), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 6· ὡσαύτως φθειροφθόρος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 2· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
-όν, Α
1. αυτός που παράγει ψείρες («ἔριον φθειροποιόν», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει μικρούς εδώδιμους σπόρους («πίτυς φθειροποιός.», Θεόφρ.)
3. καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + -ποιός].