φιλοδοξώ
Greek Monolingual
φιλοδοξῶ, -έω, ΝΑ φιλόδοξος
αγαπώ πολύ και επιδιώκω την δόξα, είμαι φιλόδοξος
νεοελλ.
επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιήσω ένα έργο
αρχ.
1. φρ. «φιλοδοξῶ εἴς τινας» — επιζητώ να δοξαστώ μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (Πολ.)
2. παροιμ. «φιλοδοξῶ ἐν ὀξυβάφῳ» — επιζητώ δόξα για μικρά και ασήμαντα πράγματα (Πολ.).