φιλολογικός
Greek (Liddell-Scott)
φῐλολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φιλόλογον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐσ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φιλολογικός, -ή, -όν, ΝΑ φιλόλογος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλολογία ή στον φιλόλογο («φιλολογικά περιοδικά»)
νεοελλ.
συνεκδ. λογοτεχνικός
2. φρ. α) «φιλολογική επιστήμη» — η φιλολογία, κυρίως η κλασική
β) «φιλολογική κριτική» — λογοτεχνικό είδος που έχει ως αντικείμενο την εξήγηση τών έργων, την εκτίμηση της αξίας, της ομορφιάς ή της αλήθειας που εμπεριέχεται σε αυτά, τον εντοπισμό πρωτότυπων στοιχείων, το ύφος, την ηθική ή τη φιλοσοφική τους διάσταση, διαδραματίζοντας έτσι τον ρόλο της γέφυρας μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη.
επίρρ...
φιλολογικώς και φιλολογικά Ν
1. ως προς τη φιλολογική επιστήμη, από φιλολογική άποψη
2. ως προς τις φιλολογικές γνώσεις.