φιλοπροσήγορος
English (LSJ)
φιλοπροσήγορον, affable, Isoc.1.20, Poll.5.137, Plu.2.10a, etc. Adv. φιλοπροσηγόρως Poll.5.139.
German (Pape)
[Seite 1284] gern mit den Leuten sprechend, leutselig, τῷ τρόπῳ Isocr. 1, 20; s. B. A. 71.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un abord aimable, affable.
Étymologie: φίλος, προσήγορος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπροσήγορος: общительный, приветливый, т. е. доступный Isocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπροσήγορος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφωνῇ τοὺς ἀπαντῶντας, τῷ... τρόπῳ γίνου φιλοπροσήγορος Ἰσοκρ. 6Α, Πολυδ. Ε΄, 137, Πλούτ., κλπ. Ἐπίρρ. -ρως, Πολυδ. Ε΄, 139.
Greek Monolingual
-ον, Α
ευπροσήγορος, προσηνής, καταδεκτικός.
επίρρ...
φιλοπροσηγόρως Α
με φιλοπροσηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + προσήγορος «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»].
Greek Monotonic
φῐλοπροσήγορος: -ον, αυτός που προσφωνεί εύκολα, καταδεκτικός, φιλοφρονητικός, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
φῐλο-προσήγορος, ον,
easy of address, affable, Isocr.