φιλοχαρής

English (LSJ)

φιλοχαρές,
A graceloving, Cat.Cod.Astr.2.171.
2 φιλοχαρές, τό, = πράσιον, Plin.HN20.241, Glossaria.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που αγαπά την χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχαρές
ονομασία του φυτού πράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. εὐχαρής, πολυχαρής].