φιλόλυπος

English (LSJ)

φιλόλυπον, fond of pain, Plu.2.600c.

German (Pape)

[Seite 1282] die Trauer liebend, gern trauernd, Plut. de exil. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la tristesse.
Étymologie: φίλος, λύπη.

Russian (Dvoretsky)

φιλόλῡπος: склонный к печали Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόλῡπος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ λυπῆται, Πλούτ. 2. 600C· τὸ φιλόλυπον καὶ φιλόθρηνον ὡς ἀγενὲς παραιτούμενοι Βασίλ. τ. 1, σ. 361Α, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που καταλαμβάνεται συχνά από το αίσθημα της λύπης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόλυπον
τάση για λύπη, μελαγχολική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. παυσίλυπος].