φιλόμβριος

English (LSJ)

ον, = φίλομβρος.

German (Pape)

[Seite 1282] = Folgdem, vom Frosche, Plat. 8 (VI, 43).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la pluie en parl. de plantes.
Étymologie: φίλος, ὄμβρος.

Greek Monolingual

-ον, Α φίλομβρος
(για ζώο) αυτός που του αρέσει η βροχή.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμβριος: и φίλομβρος 2 любящий дождь или сырость (βάτραχος, νάρκισσος Anth.).

Middle Liddell

φιλ-όμβριος, ον, ὄμβρος
rain-loving, Anth.