φίλομβρος

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλομβρος Medium diacritics: φίλομβρος Low diacritics: φίλομβρος Capitals: ΦΙΛΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: phílombros Transliteration B: philombros Transliteration C: filomvros Beta Code: fi/lombros

English (LSJ)

[ῐ], ον, rain-loving, νάρκισσος AP5.143 (Mel.):—also φιλόμβριος, ον, of a frog, Pl.Eleg.5.

German (Pape)

[Seite 1282] Regen, Nässe liebend, νάρκισσος Mel 13 (V, 144).

Greek (Liddell-Scott)

φίλομβρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ὄμβρον, τὴν βροχήν, νάρκισσος Ἀνθ. Παλατ. 5. 144· ― οὕτω φιλόμβριος, ον, ἐπὶ βατράχου, Πλάτ., αὐτόθι 6. 43.

Greek Monolingual

-ον, Α
φιλόμβριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὄμβρος «βροχή» (πρβλ. ἄνομβρος)].