φιλόμωμος

English (LSJ)

φιλόμωμον, given to censure, censorious, Pl.Prt. 346c, Ptol. Tetr.162, etc.

German (Pape)

[Seite 1282] tadelliebend, tadelsüchtig, Simonds bei Plat. Prot. 346 c.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμωμος: ὁ любитель поиздеваться, насмешник Simonides ap. Plat.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμωμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ τοὺς ἄλλους, φιλόψογος, Σιμωνίδ. 8. 12, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 162. 26, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
επικριτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μωμος (< μῶμος «χλευασμός, χλευαστής»), πρβλ. ἄμωμος].