φιλόφωνος
English (LSJ)
φιλόφωνον, fond of talking, noisy, Plu.2.1125c; τὸ φ. ib.967b.
German (Pape)
[Seite 1288] gern redend, redselig, καὶ κωτίλος Plut. adv. Col. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à parler, grand parleur ; τὸ φιλόφωνον PLUT loquacité.
Étymologie: φίλος, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόφωνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς φωνάς, φλύαρος, θορυβώδης, Πλούτ. 2. 1125C· τὸ φ. αὐτόθι 967Β.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. φλύαρος, πολυλογάς·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόφωνον
φλυαρία, πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ὁμόφωνος].