φοβητέον
English (LSJ)
A one must fear, Pl.R. 452b, Lg. 891a, etc.
2 φοβητέος, α. ον, to be feared, ib.746e.
Greek (Liddell-Scott)
φοβητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φοβέομαι, δεῖ φοβεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 452Β, Νόμ. 891Α, κλπ. 2) φοβητέος, α, ον, ὃν δεῖ φοβεῖσθαι, αὐτόθι 746Ε.
Greek Monotonic
φοβητέον: ρημ. επίθ. του φοβέομαι,
1. αυτό που πρέπει κάποιος να φοβάται, σε Πλάτ.
2. φοβητέος, -α, -ον, αυτός που πρέπει να τον φοβούνται.