φορμαλιστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν φορμαλιστής
1. αυτός που διαπνέεται ή χαρακτηρίζεται από φορμαλισμό
2. φρ. «φορμαλιστικός ιδεαλισμός»
(φιλοσ.) άλλη ονομασία του υπερβατικού ιδεαλισμού.
επίρρ...
φορμαλιστικά Ν
με φορμαλιστικό τρόπο ή από την άποψη του φορμαλισμού.