φουντουκιά

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τών 15 περίπου ειδών του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών κόρυλος, που ανήκει στην τάξη βετουλίδες, αλλ. λεπτοκαρυά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουντούκι + κατάλ. -ιά (πρβλ. λεμονιά)].