Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεμονιά

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

και λεϊμονιά και λεμονέα, η
κοινή ονομασία του είδους αείφυλλων φυτών Citrus limon του γένους κίτρο, που ανήκει στα εσπεριδοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεμονέα < λεμόνι + κατάλ. -έα. Ο τ. λεμον-ιά < λεμον-έα, με συνίζηση].