φουριόζος
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. βιαστικός, ανυπόμονος, ορμητικός
2. θυμωμένος, οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furioso < λατ. furiosus < furia (βλ. λ. φούρια)].
-α, -ο, Ν
1. βιαστικός, ανυπόμονος, ορμητικός
2. θυμωμένος, οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furioso < λατ. furiosus < furia (βλ. λ. φούρια)].