φρενολογία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. (παλ. όρος) θεωρία κατά την οποία ο χαρακτήρας και οι ψυχικές ιδιότητες του ατόμου μπορούν να διαπιστωθούν από το σχήμα του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phrenologie < φρην, φρενός + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Δ. Γ. Καραγιαννάκη].