φρουρήτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, guardian, θεσμῶν ib.9.812.

German (Pape)

[Seite 1310] ορος, ὁ, = φρουρητήρ, θεσμῶν Ep. ad. (IX, 812).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. φρουρητήρ.
Étymologie: φρουρέω.

Russian (Dvoretsky)

φρουρήτωρ: ορος ὁ хранитель, страж Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φρουρήτωρ: -ορος, ὁ, = φρουρητήρ, Ἀνθ. Π. 9. 812.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
φρουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρῶ + κατάλ. -τωρ (πρβλ. ἡγήτωρ)].

Greek Monotonic

φρουρήτωρ: -ορος, ὁ (φρουρέω), φρουρός, σε Ανθ.

Middle Liddell

φρουρήτωρ, ορος, ὁ, φρουρέω
a watcher, Anth.