φρουρίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ (sc. ναῦς), guardship, IG12.22.74, Th.4.13, X.HG1.3.17.
German (Pape)
[Seite 1310] ίδος, ἡ, Schiff zur Bewachung, Bedeckung, Wachtschiff; Xen. Hell. 1, 3,17 Thuc. 4, 13.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. ναῦς;
vaisseau en croisière ou vaisseau convoyeur.
Étymologie: φρουρός.
Russian (Dvoretsky)
φρουρίς: ίδος ἡ (sc. ναῦς) сторожевое или конвойное судно Thuc., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
φρουρίς: -ίδος, ἡ, ναῦς ὡρισμένη πρὸς φρουράν, Θουκ. 4. 13, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 17.
Greek Monolingual
και προυρίς, -ίδος, ἡ, Α
πλοίο για φρούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρός / προυρός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ναυαρχίς)].
Greek Monotonic
φρουρίς: -ίδος, ἡ (φρουρός), καράβι που ορίζεται για φρούρηση, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
Lexicon Thucydideum
praesidiaria (navis), guard ship, 4.13.2.