φρουρητήρ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1310] ῆρος, ὁ, der Bewachende, Bewahrende, σίδηρος Maneth. 4, 47.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
φρουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρῶ + κατάλ. -τήρ].
[Seite 1310] ῆρος, ὁ, der Bewachende, Bewahrende, σίδηρος Maneth. 4, 47.
-ῆρος, ὁ, Α
φρουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρῶ + κατάλ. -τήρ].