φτυάρι

Greek Monolingual

το / πτυάριον, ΝΜ, και φκυάρι Ν
εργαλείο αποτελούμενο από πλατύ μεταλλικό έλασμα, στερεωμένο σε στειλιάρι, χρήσιμο για τη μετατόπιση ή το ανακάτωμα σωρών, από στερεά σώματα και, ιδίως, χώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτύον «φτυάρι» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. θηκ-άρι-ον). Ο τ. φτυάρι με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- στο αντίστοιχο δασύ -φ- (πρβλ. φτερό: πτερόν), ενώ ο τ. φκυάρι με εναλλαγή τών συμφωνικών συμπλεγμάτων φτ / φκ (πρβλ. φτειάχνω: φκιάχνω).