ανακάτωμα
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Greek Monolingual
το
1. ανακίνηση, ανάδευση, ανατάραξη
2. τοποθέτηση πραγμάτων δίχως τάξη, διατάραξη της κανονικής τους θέσης, ακαταστασία
3. ανάμιξη πραγμάτων
4. συμμετοχή, επέμβαση, συνενοχή
5. η μη φιλική συναναστροφή ή σχέση, μπέρδεμα
6. αναστάτωση, σύγχυση, αναταραχή
7. τάση για εμετό, αναγούλα
8. στον πληθ. τα ανακατώματα
ραδιουργίες, σκάνδαλα
έριδες, φιλονικίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακάτωμα < ανακατώνω. Πρβλ. ανεκάτωμα (< ανεκατώνω)].