φτωχαίνω

Greek Monolingual

και πτωχαίνω Ν φτωχός / πτωχός
1. γίνομαι φτωχός ή φτωχότερος, πτωχεύω
2. (μτβ.) μτφ. καθιστώ κάτι ή κάποιον φτωχό, περιορίζω τα μέσα και τις ικανότητες του («φτωχαίνω τη γλώσσα»).