και πτωχαίνω Ν φτωχός / πτωχός1. γίνομαι φτωχός ή φτωχότερος, πτωχεύω2. (μτβ.) μτφ. καθιστώ κάτι ή κάποιον φτωχό, περιορίζω τα μέσα και τις ικανότητες του («φτωχαίνω τη γλώσσα»).