φυλλανθές

English (LSJ)

τό, a plant name, perhaps Anthemis chia, cj. in Thphr. HP 7.8.3, cf. Plin.HN 21.99; also φυλλάνθιον, το, Ps.-Democr.Alch.p.42B.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλανθές: τό, φυτόν τι μετ’ ἀκανθωδῶν φύλλων, πιθ. scabiosa sessilis, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 3 (ἔνθα ὁ Schneid ἀφύλλανθες), πρβλ. Πλίν. 21. 59.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ονομασία φυτού με αγκαθωτά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -ανθές, ουδ. του -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χαλκανθές, χρυσανθές].