χαλκανθές
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
τό, = χάλκανθον, Posidon.52J., Str.14.6.5, Dsc.5.79,98, v.l. in Ruf. ap. Orib.7.26.38.
German (Pape)
[Seite 1329] έος, τό, wie von χαλκανθής, = χαλκάνθη; Strabo 3, 4,15; Diosc.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το χάλκανθον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -ανθές, ουδ. του -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χλοανθής].