Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φυλλομετρώ
Greek Monolingual
-άω, Ν 1.ρίχνω γρήγορες ματιές στα φύλλα ενός βιβλίου, ξεφυλλίζω 2.διαβάζω βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ.<φύλλο+μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].