φυτοφαγία

Greek Monolingual

η, Ν
1. διατροφή αποκλειστικά με φυτικά τρόφιμα
2. διατροφή με φυτικά τρόφιμα, γάλα, αβγά και μέλι, αλλά με απαγόρευση της βρώσης κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytophagy < φυτόν + -φαγία (< -φάγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].