φωταγωγῶ, -έω, ΝΜΑ φωταγωγόςφωτίζω με άπλετο φως, καταυγάζωμσν.-αρχ.εκκλ. μτφ. παρέχω ψυχικό και πνευματικό φωτισμό («σταυρὸς ἀναλάμψας ἐφωταγώγησε», Αθανάσ.)αρχ.(για αστέρα) οδηγώ κάποιον με εκπομπή φωτός.