φύλλιο

Greek Monolingual

το / φύλλιον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος πτερυγωτών εντόμων της τάξης φάσματα, που είναι τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας φυλλιίδες
αρχ.
1. μικρό φύλλο, φυλλαράκι
2. ονομασία μικρού σκεύους σε σχήμα φύλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον. Η λ., ως όρος της νεοελλ., είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phyllium].