χαλικοβριθής

Greek Monolingual

-ές, Ν
γεμάτος χαλίκια, καλυμμένος με χαλίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + -βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. ανθο-βριθής. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία].