χασμώμαι
Greek Monolingual
χασμῶμαι, -άομαι, ΝΜΑ, και δ. τ. κατά τον Ησύχ. χαμῶμαι, -άομαι Α χάσμη
εισπνέω βαθιά και παρατεταμένα, χασμουριέμαι
μσν.-αρχ.
(για στόμα και για πράγμ.) χάσκω, είμαι ανοιχτός, αφήνω άνοιγμα, αφήνω κενό
αρχ.
1. μτφ. μένω κατάπληκτος, μένω με το στόμα ανοιχτό («ἰλιγγιῴης ἂν καὶ χασμῷο οὐκ ἔχων ὅ,τι εἴποις», Πλάτ.)
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ χασμώμενοι
χάχες, χαζοί, ανόητοι.