εισπνέω

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source

Greek Monolingual

(AM εἰσπνέω)
εισάγω με την αναπνοή αέρα, οξυγόνο, ευχάριστες οσμές, κ.λπ. στα αναπνευστικά μου όργανα
αρχ.
1. κάνω εισπνοή
2. φυσώ πάνω σε κάτι.