εισπνέω

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

Greek Monolingual

(AM εἰσπνέω)
εισάγω με την αναπνοή αέρα, οξυγόνο, ευχάριστες οσμές, κ.λπ. στα αναπνευστικά μου όργανα
αρχ.
1. κάνω εισπνοή
2. φυσώ πάνω σε κάτι.