χασομερώ

Greek Monolingual

και χασομεράω και χασομερνώ Ν χασομέρης
1. (αμτβ.) α) είμαι αργόσχολος
β) χρονοτριβώ, καθυστερώ χωρίς λόγο
γ) χάνω εργάσιμο χρόνο
2. (μτβ.) απασχολώ κάποιον από τη δουλειά του, τον κάνω να καθυστερεί.