ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
ο, θηλ. χασομέρισσα, Ν χασομέρι
1. αργόσχολος
2. αυτός που χρονοτριβεί, που καθυστερεί.