χαψιά

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χάφτω
2. μπουκιά
3. συνεκδ. μικρή ποσότητα («μια χαψιά άνθρωπος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαψ- του αορ. έ-χαψ-α του χάφτω + κατάλ. -ιά (πρβλ. σπρωξιά)].